-
1 астма
-ы θ.άσθμα•сердечная астма καρδιακό άσθμα•
бронхиальная астма το βρογχικό άσθμα.
-
2 астма
-
3 астма
мед. το άσθμαбронхиальная - βρογχικό -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > астма
-
4 астма
астм||аж τό ἀσθμα. -
5 бронхиальный
бронх||иа́льныйприл мед. βρογχικός, τῶν βρόγχων:\бронхиальныйиальная астма τό βρογχικό ἀσθμα. -
6 запал
запал Iм (у животных) τό ἀσθμα των ὑποζυγίων, τό λαχάνιασμα ἀλόγου:лошадь с \запалом ἀσθματικό ἄλογο.запал IIм тех. τό καψύλλι[ον], τό ἐμπύρευμα, τό φυτίλι / τό Εναυσμα ὀπλου, ἡ θρυαλλις βόμβας (от/с. воен.). -
7 астма
[άστμα] ουσ. θ. άσθμα -
8 запал
[ζαπάλ] ουσ. θ. άσθμα των υποζυγίων -
9 астма
[άστμα] ουσ θ άσθμα -
10 запал
[ζαπάλ] ουσ θ άσθμα των υποζυγίων -
11 бронхиальный
επ.βρογχιακός•-ые железы βρογχιακοί αδένες•
-ая астма βρογχιακό άσθμα.
-
12 запал
запал 1-а α.1. εμπυρείο, εμπύρευμα, καψούλι.2. έξαψη, παράφορα.εκφρ.под – (απλ.) στην παράφορα.запал 2-а α.άσθμα των υποζυγίων, λαχάνιασμα, πνευστίαση, εμφύσημα•лошадь с -ом άλογο ασθματικό (ή με εμφύσημα).
запал 3-а α. (για σιτηρά) κάψιμο (από ξηρασία, λίβα). -
13 запалить
-
14 застарелый
επ.παλαιός, ριζωμένος, χρόνιος•-ая астма παλαιό άσθμα•
-ые привычки παλαιές συνήθειες.
См. также в других словарях:
ἄσθμα — short drawn breath neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άσθμα — το (AM ἄσθμα και ἆσθμα) ιατρ. η ασθένεια, το άσθμα αρχ. μσν. 1. η πνοή, η αναπνοή 2. η ισχυρή πνοή, το δυνατό φύσημα (ζώου ή του ανέμου) αρχ. 1. το λαχάνιασμα 2. ο επιθανάτιος ρόγχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. άσθμα < *άνσθμα, που ανάγεται στην ΙΕ. ρίζα… … Dictionary of Greek
άσθμα — το, ατος δύσπνοια, λαχάνιασμα· αρρώστια με παροξυσμούς δύσπνοιας: Υποφέρει πολλά χρόνια από άσθμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἆσθμα — ἆ̱σθμα , ἆσθμα neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άσθμα, βρογχικό — Παροξυσμική αντίδραση που εκδηλώνεται στο ύψος των αναπνευστικών οδών με στένωση του αυλού των βρογχιολίων λόγω σύσπασης των μυϊκών ινών τους, με οίδημα του βλεννογόνου και υπερέκκριση των αδένων, σε άτομα με ιδιοσυστατική προδιάθεση. Κλινικά… … Dictionary of Greek
ἀσθμάτων — ἄσθμα short drawn breath neut gen pl ἀ̱σθμάτων , ἆσθμα neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄσθμασι — ἄσθμα short drawn breath neut dat pl ἄ̱σθμασι , ἆσθμα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄσθμασιν — ἄσθμα short drawn breath neut dat pl ἄ̱σθμασιν , ἆσθμα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄσθματα — ἄσθμα short drawn breath neut nom/voc/acc pl ἄ̱σθματα , ἆσθμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄσθματι — ἄσθμα short drawn breath neut dat sg ἄ̱σθματι , ἆσθμα neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄσθματος — ἄσθμα short drawn breath neut gen sg ἄ̱σθματος , ἆσθμα neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)